-
1 καταφεύγω
Aφεύξομαι D.8.41
:— flee for refuge, ἐς τὸ [ ἱρόν] Hdt. 2.113, cf. 1.145;ἐπὶ Διὸς βωμόν Id.5.46
: c. acc.,οὐκ ἔχω βωμὸν κ. E.IA 911
(troch.); - πεφευγέναι ἐν τόπῳ flee and take refuge in.., Pl.Sph. 260c, cf. X. HG4.5.5; ἐκεῖ, ἐνθάδε κ., Th.3.71, Isoc.14.28; ὅποι .. X. Mem.3.8.10; κ. εἴς τινα flee for protection to him,ὃς ἂν φεύγων καταφύγῃ ἐς τούτους Hdt.4.23
;εἰς ὑμᾶς κ. καὶ ἀντιβολῶ And.1.149
;ἐπί τινα D.18.19
, etc.;πρὸς ὑμᾶς Id.8.41
;παρ' ἡμῖν Isoc.12.194
.2 ἐκ τῆς μάχης κ. escape from.., Hdt.6.75: abs., ἄνω μάλ' εἶσι καταφυγών (sc. ὁ ἀτμός) Alex. 124.17.3 have recourse, ;εἰς σωτηρίαν Id.2.4.1
;εἰς τοὺς λόγους Pl.Phd. 99e
, cf. 76e; ;ἐπὶ τὰς μηχανάς Pl.Cra. 425d
;ἐπὶ τὸν δικαστήν Arist.EN 1132a20
; ἐπὶ τὸν λόγον ib. 1105b13;ἐπὶ Καρχηδονίους Plb.1.10.1
, cf. Plu.Cam.7;πρὸς θεῶν εὐχάς Pl.Phdr. 244e
;ὥς τινας Plb.24.10.11
: c. dat.,τῇ μητρί Ctes.Fr.29.57
.4 εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα κ. fall back upon, appeal to.., D.25.76; ἐπὶ τὸ φάσκειν .. Phld. D.3.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφεύγω
-
2 ποινή
ποιν-ή, ἡ,A bloodmoney, were-gild, fine paid by the slayer to the kinsmen of the slain, c. gen. pers.,ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε π. δηρὸν ἄτιτος ἔῃ Il.14.483
;π. δ' οὔ τις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος 13.659
, cf. 9.633; .2 generally, price paid, satisfaction, requital, penalty,Κύκλωψ ἀπετείσατο π. ἰφθίμων ἑτάρων Od.23.312
;δυώδεκα λέξατο κούρους, π. Πατρόκλοιο Il.21.28
;πολέων δ' ἀπετίνυτο ποινήν 16.398
;υἷος π. Γανυμήδεος 5.266
; τοῖς ἔνι π., ἔστ' ἐπὶ καὶ τῷ π., Hes.Op. 749, 755; τῶν ποινήν in return for these things, Il. 17.207; so also ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι accept satisfaction for A.'s life, Hdt.2.134; ποινὴν τείσειν Ξέρξῃ τῶν κηρύκων τῶν ἀπολομένων give Xerxes satisfaction for the death of the heralds, Id.7.134, cf. A.Eu. 543 (lyr.), S.El. 564 (pl.), Antipho 2.4.11; ποινῆς εἵνεκα by way of penalty, Epigr.Gr.356.3 ([place name] Hadriani): freq. in pl., A.Pr. 270, Eu. 464, etc.; ποινὰς τεῖσαι to pay penalties, Pi.O.2.58; , X. Cyr.6.1.11; (lyr.); π. λαμβάνειν exact them, Id.Tr. 360;τᾶς ὕβριος IG42(1).122.98
(Epid.).—Rare in Prose, δίκη being the usual word.3 in good sense, recompense, reward for a thing, τεθρίππων, καμάτων, Pi.P.1.59, N.1.70;εὐχὰς ἀγαθὰς ἀγαθῶν ποινάς A. Supp. 626
(anap.);ποινὴν εὐσεβίης IG14.1437
.4 redemption, release,π. τίς ἔσται πρὸς θεῶν; Pi.P.4.63
. -
3 εὐχή
A prayer or vow, once in Hom. (cf. εὖχος, εὐχωλή), ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ Od.10.526
, cf. Hes.Th. 419, Thgn.341, Hdt.1.31, etc.;θεὸς εὔφρων εἴη.. εὐχαῖς Pi.O.4.15
;εὐχὰς ἀνασχεῖν τινι S.El. 636
; εὐχὴν ἐπιτελέσαι, Lat. vota persolvere, Hdt.1.86;εὐχὰς ἀποδιδόναι X. Mem.2.2.10
;εὐχὴν ἀνέστησεν SIG1142
(Phrygia, i/ii A.D.); εὐχῇ χρῆσθαι, Lat. votis potiri, Pl.Lg. 688b; κατὰ χιλίων.. εὐχὴν ποιήσασθαι χιμάρων to make a vow of a thousand goats, Ar.Eq. 661;ἐν θεῶν εὐχαῖσι S.OT 239
, etc.;εὐχαὶ πρὸς θεούς Pl.Lg. 700b
;εὐχὰς εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς D.19.130
;εὐχὰς εὔξεται ὑπὲρ τῆς πόλεως Inscr.Prien.174.18
(ii B.C.);εὐχὰς ποιεῖσθαι Th.6.32
, Arist.Mu. 400a17;εὐχὴν ἀποθύειν Diph.43.10
; κατ' εὐχήν, ἐξ εὐχῆς, Lat. ex voto, Call.Epigr.48, AP6.357 (Theaet.); ἔχειν εὐχήν to be under a vow, Act.Ap.18.18.2 wish or aspiration, opp. reality, εὐχαῖς ὅμοια λέγειν to build ' castles in the air', Pl. R. 499c, cf. 540d; μὴ εὐ. δοκῇ εἶναι ὁ λόγοςib. 450d; κατὰ τὴν τῶν παίδων εὐ. like a boy's wish, Id.Sph. 249d; εὐχῆς ἄξια things to be wished, but not expected, Isoc.4.182; πολιτεία ἡ κατ' εὐχὴν γινομένη the ideal state, Arist.Pol. 1295a29, cf. 1288b23; ζῆν κατ' εὐχήν ib. 1260b29.
См. также в других словарях:
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek